Όταν συναντηθήκαμε ήταν πια μεγάλος, γράφω τις τελευταίες λέξεις και αυτόματα το μυαλό μου αμφιβάλλει, τι σημασία έχουν άραγε τα χρόνια και το γερασμένο σώμα, όταν τα μάτια και το μυαλό ακόμη πετούν από νεότητα;
Τα στερεότυπα για τέτοιους ταξιδιώτες δεν χωρούν στην ιστορία μας, που γίνεται πιο σπουδαία όταν σκέφτεσαι πως στις δικές μας χρωματιστές μέρες συνήθως ότι κάνει θόρυβο αυτό και προβάλλεται.
Ο Κωνσταντίνος Αθ. Κωστής είναι καθαρό γέννημα της Καρπάθου, τελείωσε τη Τετάρτη τάξη δημοτικού και ξενιτεύτηκε για τη χώρα του χρυσού, την χώρα των θηρίων και του μυστηρίου, την Νουβία (Νουμπ σημαίνει χρυσός).
Ήταν μια ξεχωριστή Τρίτη, του Σταυρού, 14 Σεπτέμβρη 1937 κι ο Βωλαδιώτης Κωστής, παληκαράκι μόλις 15 χρονών, ταξίδεψε ολομόναχος για το άγνωστο Σουδάν. Εκεί κάτω την απέραντα μονότονη έρημο με την ψιλή κίτρινη άμμο και την καταθλιπτική ζέστη την ονόμαζαν και “τάφο των λευκών”!
Μια διαδρομή που μοιάζει με παραμύθι, πρώτα ανέβηκε στο Ιταλικό βαπόρι της γραμμής, με το θρυλικό ΦΙΟΥΜΕ τράβηξε για τη Ρόδο. Αφού τακτοποίησε τα χαρτιά του στα Ιταλικά γραφεία ταξίδεψε για τη μάνα όλου του ντουνιά, τη φιλόξενη Αίγυπτο.
Στην Αλεξάνδρεια τα μάτια του ρουφούσαν εικόνες, κάθε στιγμή πάγωναν και έφτιαχναν ανεξίτηλες φωτογραφίες μέσα στη ψυχή, γεννούσαν χειμάρρους συναισθημάτων.
Μεγάλα κτήρια, πολιτισμός σε μια πόλη που μύριζες την Ελλάδα, την Κάρπαθο και τη αδελφή της, την ατίθαση Κάσο. Εκεί ο Ιταλός πρέσβης δέχτηκε τον νεαρό και ρώτησε με απορία γιατί διαλέγει το Σουδάν κι όχι την Ιταλία, για να του απαντήσει με ευθύτυτα ότι οι συγγενείς του δεν βρίσκονται, ούτε και πέρασαν ποτέ από τη Ρώμη!
Έβαλε τα κλάματα για το ιδιότροπα αλατισμένο αραβικό ψωμί τους και γέλασε με τη καρδιά του για το φουλ-μάσρι, ένα πιάτο με μαγειρεμένα ξερά κουκιά, που θύμιζαν συνταγή από το δικό του χωριό, τη Βωλάδα της Καρπάθου.
Ο Κωστής έκαμε μια ολόκληρη βδομάδα μέχρι να καταλήξει στο Πόρτ-Σουδάν. Ξεκίνησε με τραίνο, προορισμός ήταν ο κεντρικός σταθμός στο πολύβουο Κάϊρο. Έπειτα διέσχισε με ποταμόπλοιο τον Νείλο, εκεί αντίκρυσε αραχτούς κροκόδειλους να χάσκουν, ένω άγνωστα μικρούτσικα ασπρουλιάρικα πουλιά να τσιμπολογούν μέσα από τα κοφτερά τους δόντια! Μάλιστα ήταν η εποχή ξηρασίας και το θολό νερό γεννούσε φόβο και καθυστερούσε τη δίψα του.
Συνάντησε άγνωστους ταξιδιώτες, μέσα σε αυτούς και αρκετούς Έλληνες, κάποιοι στα σίγουρα ήταν τυχοδιώκτες, όμως όλοι αντάλλασαν χώρο και χρόνο, μόνο με μια ελπίδα, το πιθανά καλύτερο αύριο. Η περιπέτεια δεν είχε σταματημό, άφησε το πλοίο, το σαντάλι όπως τα λένε εκεί, στο λιμανάκι που ξεκινά ο παράδεισος των θηρίων, το Ουάντι-Χάλφα, κι από εκεί ξανά με τραίνο τράβηξε για το Πόρτ-Σουδάν.
Ο φωτογράφος Δημήτρης Χρησίδης ήταν ο μετανάστης συγγενής, ο θείος που περίμενε με αγωνία στην αποβάθρα, εκείνος παρέλαβε και φρόντιζε τον μικρό Καρπάθιο και του δίδαξε τα μυστικά της φωτογραφίας και του σκοτεινού θαλάμου. Πρώτη αξέχαστη μηχανή ένα θηρίο της εποχής, σε μια διοπτική ρόλεϊφλεξ έμαθε το βάθος πεδίου, την προοπτική και την σύνθεση. Ο δάσκαλος του, κάποιος Αρμένης μετανάστης, γνώριζε καλά τη Α/Μ τέχνη που κέρδιζε όλο και περισσότερο τους ανθρώπους. Ο Κωστής έμαθε στο μεγάλο φορμά, με τα αρνητικά 6Χ9, 10Χ12,5, ακόμη και το χορταστικό 13Χ18 να έχουν τη τιμητική του. Αφού κάθε τόσο έβγαινε στο δρόμο με ένα βαρύ ξύλινο τριπόδι, μια σιδερένια θεόρατη μηχανή και με τις γυάλινες πλάκες παραμάσχαλα. Όπως θυμόταν η μεγάλη μηχανή δούλευε στα σωματεία και στις φωτογραφήσεις πολλών ανθρώπων.
Είμαστε στην εποχή που δεν υπάρχουν έγχρωμες φωτογραφίες και το μοναδικό χρώμα στο χαρτί ήταν το σέπια, το χρώμα από το μελάνι της σουπιάς! Κάπου κρυμμένο είχε και ένα τετράδιο με δεκάδες λέξεις στα Ελληνικά, τα Εγγλέζικα και τα Αράβικα, κάπως έτσι, μοναχός, έμαθε τις διαφορετικές γλώσσες!
Πέρασαν χρονιές απέραντες κάτω από τη κάψα του Σουδάν, τι να πρωτοθυμηθείς μα και τι να κόψεις!
Να ζηλέψεις τα εκατοντάδες κλικ που γίναν φωτογραφίες ή μήπως εκείνες τις απίθανες στιγμές δίπλα σε μυθικές αφρικάνικες φυλές; Πάντου γινόταν ο καλύτερος πρεσβευτής της μακρινής πατρίδας και φούσκωνε από περηφάνια όταν κάτι του θύμιζε την Ελλάδα.
Κάπου συνάντησε μια παράξενη φάρα, εκεί στα παράλια της Ερυθράς θάλασσας, τους Χαντάν Ντούε ή τους Βόζι-Βόζι και λέγαν του Κωστή πως ήταν δικοί μας, απευθείας απόγονοι του Μεγαλέξανδου και καμάρωναν πλάϊ στον δικό τους άνθρωπο! Είναι οι ίδιοι που τριγυρνούσαν σχεδόν γυμνοί και άφηναν μακριά μαλλιά για να κρύβουν τα μάτια από τις αχτίνες του άγριου ήλιου και όταν έσφαζαν κάποιο ζώο αμέσως πασάλειβαν το κορμί τους με το λίπος αναζητώντας λίγη δροσιά. Θυμάτα και εκείνα τα παράξενα φάρμακα που έφτιαχνε η μεγαλόσωμη φυλή Σουλούκ από εντόσθια κροκοδείλων! Κι όλα αυτά σε εμάς, τους περαστικούς ξένους, ήταν τόσο άγνωστα, ιδιότροπα και παράξενα, τελικά αυτή η καθημερινότητα ήταν ότι πιο φοβιστικό για τους αποίκους.
Τα χρόνια, ανελέητα όπως πάντα, όσο περνούσαν δίχως να ρωτούν όλο και δυσκόλευαν τον Κωστή και τον έκαναν να αφήσει πίσω του το Πόρτ-Σουδάν.
Έτσι τράβηξε για την πρωτεύουσα, στο Χαρτούμ, και εκεί, μέσα στη δίνη του 2ου παγκοσμίου πολέμου, αλλάζει αναγκαστικά το επάγγελμα του, αφού πρώτα εξαφανίστηκε από την αγορά το φωτογραφικό χαρτί, εκεί θα παραμένει 3,5 χρόνια εργαζόμενος σε διάφορες Ελληνικές επιχειρήσεις, ενώ λίγο αργότερα θα επιστρέψει στην Αθήνα, θα ξαναβρεθεί στο νησί του, στην Κάρπαθο. Και έπειτα θα επιστρέψει για μια δεκαετία στο πόρτ-Σουδάν και το 1958, δέκα χρόνια αργότερα, λύνει τη σχέση του με την Αφρική, έρχεται ο καρπάθικος γάμος του αλλά και νέες πατρίδες στη ζωή του, αυτή τη φορά ο προορισμός του Κωστή είναι ακόμη πιο μακρινός!
Πέρασε τον Ατλαντικό και πάτησε στην Αμερική.
Για το μετανάστη, που δεν ήταν πια παιδί, όμως είχε ο ίδιος είχε κάμει τα δικά του παιδιά, είχε χτίσει μια στέρεα καρπάθικη φαμίλια που θα μάθαινε να περπατά στα βήματα ενός σεμνού και μετρημένου πατέρα. Και στη Νέα Υόρκη η στατική φωτογραφία ήταν το πεπρωμένο του, με κύρια ειδίκευση στην επεξεργασία και την εκτύπωση θα μείνει περίπου 10 χρόνια στο μεγάλο εργαστήριο Russo Photo στο Μανχάταν. Το 1970 συνεργάστηκε με έναν συμπατριώτη από τη Θεσσαλονίκη, μαζί αγόρασαν την επιχείρηση ελληνικών συμφερόντων Ten photo studio, στο New Jersey και δούλεψαν με το σύνολο της παροικίας. Όμως η εύθραυστη υγεία των γονιών του θα τον αναγκάσει να επιστρέψει βιαστικά στην πατρίδα και να πουλήσει με 1 δολάριο κέρδος το στούντιο φωτογραφίας.
Θα γυρίσει στην Αμερική, όμως αυτή τη φορά δεν θα ασχοληθεί επαγγελματικά με την εικόνα, μέσα σε μια βραδυά βρέθηκε να δουλεύει στα Ελληνικά ρέστοραν.
Η φωτογραφική μηχανή ήταν μόνιμα δεμένη, έμοιαζε με προέκταση πάνω στο χέρι του Κωστή, το μάτι του δεν ξεκολλούσε από το προσοφθάλμιο, ο φωτογράφος αναγνώριζε αυτόματα την ποιότητα και την ποσότητα του φωτός που έπρεπε να περάσει και να χαϊδέψει το γαλάκτωμα του φιλμ που είχε περασμένο στη μηχανή του.
Όπως κάθε χορτασμένος επαγγελματίας φωτογράφος ήταν σεμνός, δεν παίνευε τις εικόνες του, ούτε και προσπαθούσε να επιβάλλει τον τρόπο, τη μέθοδο της καταγραφής του. Με άμεσο αποτέλεσμα να μην εκθέσει ποτέ τις φωτογραφίες του. Απαντά με ένα γλυκό χαμόγελο, “δεν έτυχε, δεν μπήκε ποτέ στο μυαλό μου, μόνο κάποια στιγμή ήρθε μια πρόταση από το νησί, μα δεν έγινε”. Πόσο παράξενο, τα τοπία που θυμάται δεν είναι ούτε τα κορεσμένα ανθρώπους της Αμερικής μα ούτε και εκείνα τα απέραντα της Αφρικής. Προτιμά να περιγράφει την πατρίδα, την Κάρπαθο και τότε σαν να φωτίζεται όλο το πρόσωπο του.
Κι όταν φτάνει η ώρα να τον ρωτήσω για το μυστικό του καλό φωτογράφου, εκείνος χαμογελά, μετά από μια μικρή σιωπή θα μας μιλήσει για την “επανάσταση” της ψηφιακής φωτογραφίας και την ευκολία να “πειράζεις” τις τραβηγμένες εικόνες, δεν ήταν έτσι στα χρόνια του, τότε για να “φύγει” μια μικρή ρυτίδα ήθελε γερά μάτια και ένα χέρι χειρουργού! Κάθε πιθανό λάθος έστελνε το αρνητικό κατευθείαν στα σκουπίδια. Όμως το ταλέντο και το αστείρευτο πάθος για τη δημιουργία παραμένει ο σπουδαιότερος παράγοντας, υπάρχουν καλλιτέχνες που ξεχωρίζουν και δίνουν ουσία, έτσι εξελίσσουν την τέχνη της φωτογραφίας.
Αφρική, Ελλάδα, Αμερική. Διαφορετικές χώρες και πολιτισμοί παγώνουν μέσα στις εικόνες του, ο Κωστής είναι ακόμη ένας Καρπάθιος μετανάστης που τίμησε τη χώρα και λάμπρυνε το νησί του δίχως ανταλλάγματα.
5 Μαϊου 1922- 5 Μαίου 2015, ένας σπουδαίος ανθρώπινος κύκλος 94 χρόνων ολοκληρώθηκε, αφήνοντας κληρονομιά την τιμιότητα, το ήθος, τη σοβαρότητα και την αξιοσύνη, δίχως κομπασμούς και περιττολογίες.