ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΑΝΟΣ
Ο ελληνοαμερικάνος φίλος…
Η είδηση του θανάτου του με βρήκε στην απέκει Ήπειρο με το Πoλυφωνικό Καραβάνι. Κι ένιωσα λιγάκι σαν να χάνω ένα φίλο που δεν γνώρισα ποτέ από κοντά. Φωτογράφιζε στον τόπο που διάλεξα σαν δεύτερη πατρίδα μου πριν γεννηθώ.
Κι όμως, οι εικόνες του από εκεί, την Όλυμπο Καρπάθου, ανέθρεψαν και μύησαν και το δικό μου βλέμμα στο χώρο που όσο και αν αλλάζει, εκείνες επιμένουν να διασώζουν το ανεξίτηλο και το ουσιώδες του, με όρους διαχρονίας.
Ήμουν κοινωνός των κατα καιρούς προσπαθειών Ολυμπιτών συμπατριωτών μου ή φίλων της Ολύμπου να κρατήσουν σχέση μαζί του, ελπίζοντας σε μια επιστροφή του, με άλλους όρους πια.
Εκείνος, από όσο μάθαινα, ήθελε να κρατήσει μέσα του την Ολυμπο των χρόνων που την πρωτογνώρισε, τότε που ούτε ρεύμα δεν είχε, κάτι που μαγνήτιζε τις τότε αναζητήσεις του. Μάθαινα και τις ιστορίες πίσω από τις εικόνες του, όχι το making off αλλά την άλλη διάσταση της βαθύτερης σχέσης του, ευαίσθητης αλλά και σκληρής ενίοτε, με τον ανθρωπογενή χώρο τους.
Ξαγρυπνώ απόψε στη μνήμη του ελληνοαμερικάνου φίλου που δεν γνώρισα ποτέ από κοντά. Μνημονεύοντας δικά του λόγια κι αλήθειες της ζωής του, ελπίζοντας να εστιάσει και το δικό σας βλέμμα:
«Οι γονείς μου ήταν πρόσφυγες από ένα ελληνικό χωριό της Τουρκίας. Έπρεπε να φύγουν το 1922 και να αφήσουν τα πάντα πίσω τους. Έτσι, είχα μεγαλώσει ακούγοντας τόσα πολλά για το Χωριό — το horio — και με κίνησε το ενδιαφέρον.
Ένιωσα ότι έπρεπε να ακολουθήσω την καρδιά μου. Πήγα να δω έναν εκδότη, έναν υπέροχο άνθρωπο στη Νέα Υόρκη, τον Frank Taylor. Tου έδειξα το βιβλίο μου με τη συμφωνική και μου έδωσε κάποια χρήματα ως προκαταβολή για ένα βιβλίο για την Ελλάδα.
Πακέταρα σε ένα μεγάλο μπαούλο βινύλια κλασικής μουσικής, ένα μικρό πικάπ και το έστειλα στην Αθήνα. Πέταξα εκεί και έμεινα σε ένα μικρό διαμέρισμα όπου έστησα ένα μικρό σκοτεινό δωμάτιο.
Χρειαζόμουν έναν νεροχύτη και ρώτησα ποιο ήταν το φθηνότερο υλικό για χρήση. Οι Έλληνες είπαν ότι ήταν το μάρμαρο! Δίπλα στο νεκροταφείο ήταν ένας χώρος όπου έφτιαχναν μνήματα.
Τους έδωσα τις διαστάσεις και τους ζήτησα να μου φτιάξουν ένα νεροχύτη από μάρμαρο και να το παραδώσουν στο διαμέρισμά μου, αλλά τελικά αναγκάστηκα να πάω στο νεκροταφείο για να το πάρω.
Πήρα ένα Volkswagen Camper με κρεβάτι και τουαλέτα μέσα και οδήγησα σε όλη την Ελλάδα. Θα φωτογράφιζα μόνο σε απομονωμένα χωριά, που δεν είχαν ρεύμα. Έψαχνα για μια όμορφη και ποιητική ματιά στις φωτογραφίες μου και τη βρήκα στους ανθρώπους. Είχαν τις ελιές τους, τις κατσίκες τους και ήταν το αλάτι της γης.
Είμαι φωτογράφος ανθρώπων και πάντα ενδιαφερόμουν για τους ανθρώπους. Επίσης πάντα έψαχνα για μια στιγμή στις φωτογραφίες μου. Έχω ασχοληθεί πολύ σοβαρά με το να φωτογραφίζω ανθρώπους ως άτομα, ως ανθρώπινα όντα. Δεν νομίζω ότι έχω βγάλει ποτέ φωτογραφία χωρίς άτομο μέσα.”
Υ.Γ.: Εκεί που τραγουδάμε κάθε Πέμπτη πολυφωνικά, στο Κέντρο Ελληνικής Μουσικής “Φοίβος Ανωγειανάκης”, κάθε τόσο το βλέμμα μου εστιάζει σε μια δική του εικόνα. Και τότε ο χώρος διαστέλλεται και γεμίζει πρόσωπα άγνωστα αλλά χάρη στην κοινωνία του βλέμματός του βαθιά οικεία.
Δεν βρίσκω τα λόγια απόψε, χαράματα σχεδόν, στη Δερόπολη, για την αναχώρησή του. Ούτε για τη δουλειά του. Προσωπογραφία του χώρου; Τοπογραφία των προσώπων;
Το όποιο στοίχημα του λόγου με τις εικόνες του Κωνσταντίνου Μάνου έχει χαθεί. Γιατί είχαν και αυτή τη δύναμη. Και θα την έχουν. Διαχρονία εν είδει αθανασίας;
Ίσως και να είναι μια απο τις ελάχιστες φορές που ένα τέτοιο σχήμα λόγου μπορεί και να μην είναι τελείως αμετροεπές.
Από την ανάρτηση του Αλέξανδρου Λαμπρίδη
10.1.2025
Καρπαθιακα Νέα