Πρώτα κομμουνιστής, μετά Καρπάθιος! Ο παππούς μου, ο Γιώργης

Πρώτα κομμουνιστής, μετά Καρπάθιος! Ο παππούς μου, ο Γιώργης

γράφει ο Μανώλης Δημελλάς

Το καΐκι ξανοιγόταν πάνω στον αφρό, λιγοστοί τσαλακωμένοι εργάτες, τεχνίτες πέτρας και εμπόροι, άφηναν πίσω το νησί, την Κάρπαθο, με προσδοκία το μεροκάματο.

Από τα ρούχα καταλαβαίνεις τους ανθρώπους, έτσι σκεφτόταν ο Γιώργης, έδειχνε κι αυτός την ταξική καταγωγή, την ένιωθε άλλωστε, βαθειά μέσα του. Έψαχνε κάθε στιγμή, μια ευκαιρία, για να το βγάλει, να το φωνάξει, νησιώτης, Καρπάθιος και κομμουνιστής.

Όσο να πεις δεν είναι και λίγο, να ξέρει πως με τα χέρια σου, βγάζει το πονηρό αφεντικό εκείνα τα παραπανίσια, που ολότελα σου ανήκουν και εσύ να μην κλείνεις το στόμα, να αποκαλύπτεις αλήθειες, ενώ η πείνα να παίζει τόμπολα με τους πικρούς σου φόβους.

Έκρυβε, δήθεν, και τον Ριζοσπάστη, είχε μια χιλιοδιαβασμένη εφημερίδα, από την προπερασμένη βδομάδα, σαν γύφτικο σκεπάρνι, καμάρωνε για το σφυροδρέπανο, που έσκαγε μύτη μέσα στο τριμμένο, τσακισμένο σακάκι του.

Γεννήθηκε στις Μενετές Καρπάθου, Μανώλης ο πατέρας και Μαρούκλα η μάνα, έλα όμως που μάλωσε, σκοτώθηκε για τις περιουσίες και τα χέρσα κτήματα, ήταν μια εποχή που αν δεν ήσουν πρωτογιός ή πρωτοκόρη, δεν κληρονομούσες τίποτε, τέτοιο σκληρό ήταν το εθιμικό δίκαιο που τα δεύτερα, τα τρίτα παιδιά, υπηρετούσαν μια ζωή τους γονείς και τα μεγάλα, πρώτα αδέλφια.

Δεν άντεξε την αδικία ο Γιώργης της ιστορίας μας, παράτησε γονείς, ξερίζωσε συγγένειες και ηθικές που μοιάζουν με αλυσίδες, άλλαξε ακόμη και το επώνυμο του και πήρε δρόμο για την μάνα των νησιών, την Κρήτη.

Γεννημένος στα 1907, δεν είχε και πολλά περιθώρια επιλογής, έτσι ο κόκκινος Καρπάθιος έπιασε για τέχνη τα παπούτσια και τα μπαλώματα.

Τσαγκάρης στο κέντρο της Κρήτης, στο Ηράκλειο, μάθαινε να τρυπά το μαλακό και το σκληρό δέρμα, μα η πρόσφατη επανάσταση των μπολσεβίκων στην Ρωσία τον είχε συνεπάρει. Έλεγε και ξανάλεγε πως έρχεται, φτάνει και η δικιά μας ώρα, η στιγμή που ο εργάτης θα καταλάβει, θα νιώσει την αξία του και θα ξεσηκωθεί. Θα αρπάξει το δρεπάνι και θα θερίσει ό,τι στέκεται απέναντι.

Στα 25 του, επέστρεψε στις Μενετές, νέος, όμορφος, ψηλός και λυγερόκορμος, με το θάρρος της γνώμης του, έκανε τα μάτια του να λαμποκοπούν μέσα στον σκλαβωμένο τόπο. Δεν τα είχε με τον κατακτητή, ήξερε πως τα αφεντικά δεν έχουν χρώμα και σύνορα, γνώρισε πως είναι πλάνη, ένας μύθος οι σημαίες, βαθειά διεθνιστής, χρόνια μπροστά από την εποχή, στεκόταν κριτικά σε εκείνον τον εργάτη που απέφευγε συστηματικά το κοίταγμα στους καθρέφτες.

Τέτοιους διαλέγει ο μικρούλης, φτερωτός, ο ξετσίπωτος έρωτας, να τους τυλίξει μέσα στα καφτερά του κύματα.

Έβγαινε στο (δ)ώμα η ερωτευμένη Ευαγγελία, τραγουδούσε όταν περνούσε ο Γιώργης:

Το κουστουμάκι που φορείς,

και το σταχτί καπέλο,

με κάνανε στην εκκλησιά

και δεν φιλώ βαγγέλιο.

Ο Γιώργης αντιστάθηκε, παρόλο τον έρωτα για την τρίτη στη σειρά γεννημένη Μενεδιάτισσα, ζήτησε προίκα, ένα σπιτάκι και 1000 λίρες. Ούτε που πίστευε στην ηθική των μοιραίων άκληρων, που κράτουσε στα χαμηλά ολόκληρες γενιές.

Ερωτευμένο το κορίτσι μόλις έμαθε πως σε ένα γλέντι στο Φινίκι, ο αγαπητικός της λιμπιζόταν μια Αρκασσίωτισσα, ξανά με μαντινάδα έβγαλε τον καημό της:

Έλεγα πως αγάπησες

καμμιάν ανώτερη μου,

τα φρόκαλα εδιάλεξες

που ρίχτω στο κελί μου.

 

Μέχρι και τον γραφικό “Ζαλίζομαι”, έναν γαμπρό από τα πέρα χωριά, έφεραν προξενιό στη Μαρία, που κλείστηκε στο πάνω δωμάτιο του σπιτιού και μόνο με την φωνή του Γιώργη, θα ξεκλείδωνε το μάνταλο, μα κρύψαν την ιστορία και δεν έγινε βούκινο, στο διψασμένο για κουτσομπολιό και κουρέτο χωριό.

Παντρεύτηκαν τελικά οι δυό τους, στις Μενετές, αφού πρώτα ο πεθερός εκπλήρωσε στο ακέραιο τις επιθυμίες του γαμπρού.

Εκεί ξεκίνησε και ο γολγοθάς της οικογένειας που έμεινε πάνω στον τόπο, δεν έγιναν μετανάστες, όμως μόνο με τις ακαμάτρες πέτρες δεν παλεύεις για να μεγαλώσεις οικογένεια και να αναθρέψεις 3 κόρες και ένα γιό.

Πολυτεχνίτης μα ερημοσπίτης ο αεικίνητος Γιώργης. Τσαγκάρης μέσα στην Κατοχή μα πνεύμα ανήσυχο, φέρνει και ένα από τα πρώτα, αληθινά μπιλιάρδα στον τόπο.

Μια παραγγελιά από την τότε πρωτεύουσα, την Ρώμη και το dopo lavoro για τους καραμπινιέρους ετοιμάστηκε στη Ζόκλα, κάθε βράδυ γέμιζε φωνές και καπνό από ιταλικό ταμπάκο στο στέκι του Γιώργη, δεν το ξεχνά η κόρη του Φανή, πάνω στις κουβέντες περνούσαν τον Μενετιάτη για καθαρό Ιταλό, τόσο καλά πάρλαρε την ξένη γλώσσα και γέμιζε το ταμείο με χάρτινες λιρέττες.

Μα είναι που ξύπνησε μέσα του το πιο σκληρό, εμπορικό δαιμόνιο και έστησε κοντραμπάντα, κρυφά λαθρεμπόρια με τον πατέρα της Φροσύνης, Μανώλη Χατζηγιωργάκη.

Το βράδυ πριν βγεί το καίκι για το πρώτο-πρώτο μπάρκο, φορτωμένο με ένα σωρό τσουβάλια τρόφιμα και τσιγάρα, πιάστηκε, επιβεβαιώνοντας την διαίσθηση της γυναίκας του Ευαγγελίας, που την προηγουμένη είδε μια λίρα να ξεπέφτει μέσα το αναμμένο μαγγάλι. Είπε δίχως να το πολυσκεφτεί:

– Η λίρα έπεσε στο μαγγάλι, έτσι θα πέσουν, άντρα μου, όλες.

Μα εκείνος δεν την πίστεψε,

-σώπα πια, όλο καποπρομονιά είσαι, απάντησε εκείνος.

Συνήθως δεν πίστευε κανέναν, μόνο στο μελάνι του Ριζοσπάστη έδινε βάση, στην απογοήτευση της γυναίκας και των μεγάλων κοριτσιών του έλεγε με χαμόγελο και βεβαιότητα:

– Τώρα όπου νάναι, έρχεται κομμουνισμός, μην ανησυχείται, θα μοιραστούν, όλα θα δοθούν από την αρχή, ό,τι πρέπει, ό,τι μας ανήκει θα το πάρουμε και με το παραπάνω.=

Δεν εγκατέλειψε την ελπίδα μέχρι το μόνιμο κλείσιμο των ματιών του.

Είναι που τη διαδρομή της ζωής όταν την βλέπεις από το τέλος δείχνει μικρή και σύντομη και τα χρόνια μοιάζουν με μικρές περαστικές μέλισσες που να σταθούν, όλο δουλειές προσπερνούν στα βιαστικά.

Οι ανύπαρκτες συγκοινωνίες του νησιού τράβηξαν τον Γιώργη, βάλθηκε να επενδύσει τα λιγοστά χρήματα μα και ολόκληρη τη ζωή του, μέσα στα πετρέλαια τα λάδια και τα λάστιχα. Οι λεωφοριακές γραμμές της Καρπάθου, έγιναν ο καθημερινός του γολγοθάς, την μια έμεναν οι απαραίτητες δραχμές, μα την άλλη ξέμενε με το λεωφορείο, στα μισά της διαδρομής και έψαχνε τα συνεργεία της Ρόδου.

Η αδυναμία, το κρυφό όνειρο του Γιώργη ήταν άλλο, μάζευε μπρούτζο, παλιοσίδερα, με στόχο να δημιουργήσει ένα δίκτυο ανακύκλωσης. Πίστεψε τόσο στο όνειρο που αγόρασε ακόμη και φορτηγό για να μεταφέρει τα υλικά στην Γερμανία, που τότε τα έπαιρνες μπιρ-παρά, μα και αυτό το εργασιακό αντικείμενο δεν άφηνε μεροκάματο, ούτε και κρατούσε την οικογένεια με χορτάτο στομάχι, με την Ευαγγελία, να παραπονιέται μέσα στο μεγάλο καρπάθικο, μοναδικά αυτιά τα λιγοστά πιάτα στα ράφια, δεν έβγαλαν ποτέ μιλιά για το κρυφό της δάκρυ.

Ο Γιώργης έσβησε πάνω σε μια ιατρική επέμβαση ρουτίνας, το όνειρο του, ο κομμουνισμός δεν ήρθε ακόμα, για να μοιράστει ο κλήρος, οι περιουσίες, τίμια και δίκαια, ακόμα οι μετανάστες φεύγουν για μια καλύτερη, πιο χορτάτη τύχη, ενώ ο κοσμάκης της Καρπάθου, αναρωτιέται για το καθημερινό, προσμένοντας μια απόβαση, καλοκαιρινή αυτή τη φορά και όχι μόνιμη.

Θυμάμαι μια συνήθεια του Γιώργη, έρχεται ζωντανή εικόνα στο πίσω μέρος των ματιών μου, να κάθεται στην πολυθρόνα, δίπλα στην αναμμένη σόμπα, να ξεκοκαλίζει τον «Ρίζο» και με το μολύβι να σημειώνει, πότε πάνω στο χαρτί και πότε ξεχασμένος, να τρέχει ο νους του, μέσα στις παγωμένες Σιβηρικές στέπες, εκεί που μεγάλωσε ο Στάλιν, το ίνδαλμα του πάππου μου, να γράφει ημερομηνιές, πάνω στο ξύλινο χέρι της πολυθρόνας.

Ακόμη σήμερα ψάχνω τα κρυφά σημάδια του, ελπίζω κάποτε, όταν τα βρω, να είναι σωστές εκείνες οι προβλέψεις, που θελαν τον εργάτη, σαν εμένα, να ξυπνά και να ζητά το δίκιο του, με πάθος, πληρώνοντας στο ακέραιο το τίμημα, να σπάσει εκείνες τις αλυσίδες που τον κρατούν σφιχτά δεμένο και πνίγουν κάθε σκέψη και όνειρο, μέσα σε μεγάλους, σκοτεινούς φόβους.

19.6.2025

Καρπαθιακά Νέα